και γερνάω σε λιγάκι.
Και πλούσιος είμαι,
τίποτα δεν μου λείπει,
μα καρδιά δεν έχω, παιδί μου,
ελπίζω να μη σε πειράζει
που θα σου λείψουν τα ουσιώδη,
γιατί είμαι πάμφτωχος, παιδί μου.
Και ξένος είμαι,
κι από μένα ακόμη,
μετανάστης κυνηγημένος
και κουβαλώ μώλωπες
κι άλλα σημάδια
κι από βελόνες, παιδί μου,
κι από άλλους σαν κι εμένα,
δίχως έλεος μέσα τους.
Και δίχως μέλλον είμαι, παιδί μου,
γιατί δεν έχω πολλή ζωή,
αρρώστιες έχω,
και η ψυχή μου, παιδί μου,
είναι άρρωστη κι αυτή,
γεμάτη πάθη κι εξαρτήσεις
και τραύματα παιδικά, παιδί μου.
Κι έχω κι ένα όπλο,
θα σου πω σε ποιο συρτάρι
για να το πάρεις στα χέρια σου
αν το χρειαστείς.
Γιατί θα το χρειαστείς, παιδί μου,
θα το χρειαστείς για να σημαδέψεις μια μέρα
τον πιο αδύναμο από τους δυο μας
γιατί θα σε αποκτήσω, παιδί μου,
παρ’ όλα αυτά,
και θα πρέπει να με αγαπήσεις
πριν αρχίσουμε να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον…
θα σου πω σε ποιο συρτάρι
για να το πάρεις στα χέρια σου
αν το χρειαστείς.
Γιατί θα το χρειαστείς, παιδί μου,
θα το χρειαστείς για να σημαδέψεις μια μέρα
τον πιο αδύναμο από τους δυο μας
γιατί θα σε αποκτήσω, παιδί μου,
παρ’ όλα αυτά,
και θα πρέπει να με αγαπήσεις
πριν αρχίσουμε να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον…
Από τη συλλογή
"Υπόγεια (ως ουσιαστικό, ως επίθετο, ως επίρρημα)"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου