Αποσπάσματα από παλιές σκόρπιες γραφές...
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας
Μυθιστόρημα
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Όποια κι αν ήταν η μητέρα μου
Μυθιστόρημα
Και κάθε μέρα, μαζί με τον καφέ, φτιάχνω και μια ουτοπία για πρωινό, που με κρατάει όλη μέρα! Σήμερα δεν πεινάω... Μόνο καφέ. από "Ουτοπία" 2008
Μυθιστόρημα
Είχα πάντα στη ζωή μου έναν ίσκιο, όχι ίδιο με εκείνον που αφήνεις στην άκρη του δρόμου σε έναν βραδινό περίπατο κάτω από τα φώτα. Έναν ίσκιο από κείνους που έχουν δικό τους σχήμα και μέγεθος, διαφορετικό από το δικό σου και που, όταν δείχνεις θάρρος και γυρνάς πίσω να τους δεις, δε γυρνούν κι αυτοί μαζί σου, παρά μένουν εκεί σαν να σε κοιτούν κι εκείνοι.
Είχα πάντα στη ζωή μου έναν ίσκιο να με ακολουθεί, μόνο που τον δρόμο τον παράγγελνε αυτός… Και δεν έζησα παρά λιγοστές στιγμές μέσα σε δυνατό φως, οπότε δεν τον αποχωρίστηκα σχεδόν ποτέ…
«Θεέ μου, τι έκανες πάλι;
Πότε σε απογοητεύσαμε τόσο, για να μας φυλάς τέτοια τιμωρία;
Μας σκότωσες, Θεέ μου! Μας έστησες στον τοίχο και μας εκτέλεσες με τη σειρά… Σαν να υπήρξαμε τα χειρότερα έργα σου…»
Είναι τόσο αυστηρή και ανισόρροπη δασκάλα η πραγματικότητα, που μπορεί να κάνει τα πάντα για να σε μάθει ποτέ να μη λες «ποτέ» και «πάντα»…
Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο κουρασμένο μυαλό να ζει μέσα σε ένα τόσο πληγωμένο κορμί και να μην μπορεί να αποφασίσει ποια πληγή είναι η πιο δυσβάσταχτη;
Μας κοιτούσα και σκεφτόμουν «Ποιοι είμαστε; Πού πήγαν αυτοί που ήμασταν; Είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι τώρα; Είμαστε ικανοποιημένοι ή απογοητευμένοι;»
Και είμαι σίγουρος, τα ίδια σκεφτόμασταν όλοι…
Είμαστε μονάχα η ανάμνηση και η φαντασία. Αλλά κι αυτά ακόμα, τον καθέναν τον κατοικούν και τον στοιχειώνουν διαφορετικά…
Είναι επιπόλαιος και πεισματάρης ο ήλιος του καλοκαιριού.
Άμα τύχει και θυμώσει, σου ξημερώνει αλλόκοτες μέρες. Και ρίχνει τις αχτίδες του σε όσα δεν θέλεις να δεις.
Το πιο σπουδαίο μου απόκτημα φορούσε τη μάσκα του παντοτινού κι έτσι δεν έκανα τίποτα για να το κρατήσω να μη φύγει. Το κράτησα χαλαρά, δίχως καμιά δύναμη στα χέρια μου κι όταν έκανε να μου ξεφύγει δεν αντιστάθηκα, δεν σήκωσα καμία πέτρα από το χώμα για να το χτυπήσω και να πάψει να σαλεύει και να ξεγλιστρά.
Έτσι τη θανατώνεις τη νίκη σου. Σταματάει το παιχνίδι. Κι η ζωή λαχανιάζει πια μονάχα απ’ τον οδυρμό.
«Τι περίμενες, Θεέ μου;
Ποιον θέλησες να δοκιμάσεις;
Έσπασες το καβούκι της πιο αδύναμης χελώνας και ύστερα στάθηκες από πάνω της και την παρατηρούσες.
Μα τι θα μπορούσε να κάνει που να μην το είχες φανταστεί;»
Κάπου εκεί γύρω στην αυλή άνοιξα κι εγώ μια τρύπα κι έθαψα το παιδί που ως τότε κυοφορούσε η καρδιά μου. Έγινα ένα άδειο κλουβί και μάθαινα σιγά σιγά να μη μου λείπει το σκαρφάλωμα στα κάγκελα, της καρδερίνας που ζούσε κάποτε μέσα μου, το τσίμπημα από το ράμφος της ή οι μικρές απόπειρες για πέταγμα.
Είναι πόνος οξύς το να αισθάνεσαι «μικρός» καθώς μεγαλώνεις, επειδή για τα σημάδια που κάποτε δε διάβασες, κάτι όμορφο δε θα μεγαλώσει ποτέ…
Τελικά η αποδοχή της μετριότητας είναι ισορροπία ή συμβιβασμός;
Ή μήπως εθελοτυφλία;…
Πάντα κάτι θα λείπει.
Και πάντα θα κρατάμε τα μάτια δεμένα μπροστά σε κάτι που είναι εκεί…
Τρεις μέρες, τεράστιες και τόσες δα μαζί, τρεις μέρες που με σημάδευαν με κάθε τους λεπτό. Σαν εποχές που αφήνουν πίσω η καθεμιά τα δικά της χνάρια στις ζωές μας.
…Καλοκαίρι… Φθινόπωρο… Χειμώνας…
Έμοιαζα πάλι να στέκομαι στην άκρη ενός Ανθόκηπου και να περιμένω την άνοιξη…
…Να περιμένω…
Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να δηλώσουν με σαφήνεια την ασάφεια των συναισθημάτων που μπορεί να φέρει μια στιγμή ηλεκτρισμένη και νοτισμένη με το άρωμα του παρελθόντος;
Ίσως όλα τα παράγωγα και τα συνώνυμα της σιωπής…
-Εδώ είναι η ζωή η πραγματική, ε; Χωρίς αστρολούλουδα. Εδώ καρφώνουμε στα κεφάλια μας προβληματισμούς και σκέψεις βασανιστικές.
Μπορείς να παραδεχτείς πως είσαι ευτυχισμένος, πως σου αρκούν τα όσα γεύεσαι ήδη. Μα η γεύση ενός και μόνο φιλιού, έχει τη δύναμη να σε εγκλωβίσει μέσα στην πιο τυραννική συνειδητοποίηση…
…τη συνειδητοποίηση όσων δεν είσαι και όσων δεν έχεις.
Γλυκιά τυραννία.
Κι αναρωτιέσαι «Γιατί είσαι εδώ; Γιατί δεν φεύγεις;»…
Κάθε κύκλος που κλείνει, μπορεί να γίνει μια θηλιά γύρω από τον λαιμό, ένα μαύρο μαντήλι γύρω από τα μάτια ή ένα δαχτυλίδι λαμπερό, φορεμένο στο δάχτυλο της συνείδησής μας.
Ο νους μας είναι εκείνος που ή θα δέσει τη θηλιά, ή θα τυλίξει το μαντήλι, ή θα φορέσει το δαχτυλίδι.
Η καρδιά μας είναι απλώς ο θεατής.
Μα κάθε έργο, δημιουργείται από την ψυχή για την ψυχή και τελειοποιείται για τον θεατή...
Είναι πιο εύκολο πολλές φορές να υπάρχουν φταίχτες για τα βάσανά μας. Μας κάνουν να αισθανόμαστε μια σταλιά ανακούφισης, πως ήταν κάτι έξω από εμάς. Μα για όλους εκείνους που απεχθάνονται τη μοιρολατρία, δεν υπάρχει, αν το καλοσκεφτείς, τίποτα πιο μοιρολατρικό από αυτό. Απλώς αντί να κατηγορούν την κακή μοίρα, της δίνουν το όνομα κάποιου κοινού θνητού.
«Να με κάνεις ό,τι θέλεις εσύ! Να με πάρεις κοντά σου και να μην ανησυχήσεις αν με πιάσεις σιωπηλό. Θα είναι επειδή δεν σου ταιριάζουν οι λέξεις που ως τώρα έχω μάθει. Θα είναι που δεν θέλω να μάθω άλλες, δεν θέλω να μιλάω άλλο πια. Γιατί τόσα χρόνια που μιλούσα, τίποτα δεν έχω πει. Για να έρθω απόψε και να ζωγραφίσω πάνω στα μαλλιά σου τις εικόνες που με τόσον πόνο έχω συλλέξει… Να με κάνεις ό,τι θέλεις εσύ! Κι ας μη σου το λέω με λόγια. Κι ας μη με ακούς. Κι ας θαμπώνουν οι μορφές μας στο σκοτάδι. Τα χέρια μας, τα μάτια μας, τα χείλη μας συζητούν για όλα όσα ποτέ δεν θα ακουστούν. Για όλα όσα με μάγεψες για να λέω… δίχως λέξεις…»
Δε με κυνηγούσε η ανάγκη να κατηγορήσω κανέναν πια. Μονάχα εκείνη η ανατριχίλα με κυρίευε. Το συναίσθημα που θα είχε κάποια έμψυχη μαριονέτα. Ένιωθα πως ήρθα σε αυτή τη ζωή με πεπρωμένο προκαθορισμένο. Πεπρωμένο που προστάζει να αγαπήσω παράφορα ό,τι είναι πιο κοντά σε αυτά που έχω ανάγκη να μισώ. Κι έτσι λάτρευα εκείνα τα χέρια, με τα σχοινάκια περασμένα στα δάχτυλα, που με χόρευαν και με λειτουργούσαν και μου έδιναν για ζωή μια ζωή της αρεσκείας τους.
«Θεέ…
από τα δάχτυλά σου ανάμεσα, τρέχει το αίμα μου.
Είμαι το σπαρταριστό σου, αλλόκοτο, φαιδρό, καταματωμένο σου παιχνίδι.
Κι αναπνέω ακόμα…
Ας ήξερα τι με κάνει τόσο σπουδαίο για σένα,
να το έπαυα…»
Ξέραμε και οι δυο πως είχε τελειώσει…
Βλέπαμε ο ένας τον άλλον μέσα από τις ραγισματιές, μέχρι που μας έπιανε ίλιγγος.
Θα ορκιζόμουν πως έβλεπα το ραγισμένο γυαλί, πως έπειτα το είδα να σπάει, αλλά πως ποτέ δεν άκουσα την πραγματική έκρηξη που το ράγισε.
Θα ορκιζόμουν πως δεν έγινε έκρηξη, μα πως το ράγισε η σιωπή…
Πόσα μπορεί να πει το δέρμα μας ώρες ώρες για μας και τη ζωή μας!
Και πόσο σφιχτά αγκαλιάζει της ψυχής μας τα σημάδια, με σκοπό να τα αποκρύψει, να τα προστατέψει…
Κι ας μην τα καταφέρνει. Πολλές φορές δεν το θέλουμε κι εμείς οι ίδιοι.
Πολλές φορές, ο καθρέφτης μας κηρύττει όσα χιλιάδες γλώσσες και στόματα δεν θα μπορούσαν ποτέ.
…κάθε φορά που κατέβαινα από το καράβι, έβλεπα ριζωμένα εκεί τα δέντρα όλων αυτών που νόμιζα πως δεν υπήρχαν πια. Εγώ δεν είχα καταστρέψει τίποτα, παρά μοναχά κάποια κλωνάρια που είχα κόψει φεύγοντας από εκεί.
Είναι κάποιες φορές που εύχεσαι να μπορούσες να ανάψεις μια φωτιά τη ζωή σου και να λαμπαδιάσει ο τόπος, να μείνει μονάχα η στάχτη της, να δούμε με τι θα έχει να παίζει ο Θεός έπειτα…
«να προσέχεις τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί…»
«…αυτό δε θέλουμε κι εμείς;»
«…θέλουμε άραγε;…»
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει δυο ανθρώπους να κοιτάζονται στα μάτια έπειτα από χρόνια και να αισθάνονται πως βρίσκονται εκεί που πρέπει να βρίσκονται.
Όταν οι άνθρωποι αγοράζουν τα ταξιδιωτικά τους εισιτήρια, οι δαίμονες μαζεύονται είτε στα σημεία αναχώρησης είτε στα σημεία άφιξης για να διασκεδάσουν.
Σε κάποιους ανθρώπους θαρρείς πως δεν τους ταιριάζει καθόλου ο θάνατος. Κι όταν πεθάνουν συνειδητοποιείς πως, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάτι μέσα σου πίστευε πως δεν θα προλάβαινες να συναντήσεις τον θάνατό τους.
«Θεέ…
για να δεις αν αντέχω με μαστιγώνεις έτσι, ή επειδή το ξέρεις πως αντέχω;
Από κάθε σκίσιμο του δέρματός μου, τρέχει το αίμα σου.
Γιατί με σπατάλησες έτσι;…
Μένω σιγά σιγά αδειανός από σένα…»
Ακόμα κι ένας άνδρας στα πενήντα του μπορεί να έχει την ανάγκη να βρει ξανά εύκαιρη μια ηλιαχτίδα και να σκαρφαλώσει πάνω της. Και γεύτηκα πολύ σκοτάδι στη ζωή μου, θα άρπαζα αμέσως μια φιλόξενη ηλιαχτίδα.
Κάποτε θα ένιωθα την ανάγκη να καθίσω και να προσευχηθώ, να παρακαλέσω, να διαπραγματευτώ ακόμα. Να διεκδικήσω με όλη τη δύναμη της θέλησής μου μια διαφορετική εξέλιξη, λιγότερο οδυνηρή.
Αλλά πλέον το πιο δυνατό μου συναίσθημα ήταν η οργή.
Δεν ήθελα να ακουμπήσω σε καμία προσευχή.
Δεν ήθελα κανέναν θεό που να του τάζω και να περιμένω ανταλλάγματα.
Δεν ήθελα κανέναν θεό να πιστεύει σε εμένα.
Η πραγματική μου ανάγκη ήταν να μπορούσα να κόψω, και με τα δόντια ακόμα, τα σχοινάκια από τα οποία κρεμιόμουν κι έπειτα να ξεράσω αηδιασμένος πάνω στα χέρια που τα κρατούσαν.
Ο μόνος λόγος που χρειαζόμουν κάποιον Θεό, ήταν για να μπορέσω να τον περιφρονήσω.
Εκεί, στη μέση ενός ολάνθιστου ανθόκηπου, με τη θάλασσα πέρα να ανακατεύει τη χρυσόσκονη του μεσημεριανού ήλιου, με τα κελαηδήματα των πουλιών και τα τζιτζίκια που κάλυπταν όλα τα «σίγμα» του ξεσπάσματός μου, εκεί, στη μέση εκείνου του έξοχου δημιουργήματός του, ήθελα να τον αποδοκιμάσω και να τον κατηγορήσω για όλη την ασχήμια του κόσμου.
Η άγνοια είναι ένα φαγώσιμο που του δίνει ο καθένας όποια γεύση και όποια μορφή θέλει. Όταν έχεις γευτεί πολύ θάνατο στη ζωή σου, η γεύση της άγνοιας είναι αυτή που προτιμάς να σου γαργαλάει γλυκά τον ουρανίσκο.
«Όλα μου τα συντρίμμια μου τα τακτοποίησες! Παράπονο δεν έχω… Εύγε, Θεέ… Εύγε!...»
Αρχή σελίδας
Μυθιστόρημα
Ως πού; Ως πού αντέχει να φτάσει η ψυχή, ξεκομμένη από το γήινο σώμα –κι ας το κατοικεί–, ώστε να καταφέρει να εκφράσει ένα λυτρωτικό «θέλω»; Να καταφέρει να επιθυμήσει κάτι και να αρχίσει να συνεργάζεται με το κορμί για να το φτάσει; Ως πού;…
Μέσα στο κέλυφός μου είχαν εισχωρήσει κάθε λογής σκουπίδια, σκουλήκια, κόκκοι άμμου… Μιας μαύρης άμμου, λασπερής. Ο πυρήνας μου είχε τόσο φορτωθεί, τόσο ενοχληθεί, που έκλεισα πια ορμητικά, σφράγισα.
Όμως βαθιά μέσα μου πάσχιζε να απελευθερωθεί το σεντέφι μου, μέχρι να καλυφθούν όλα αυτά εντός μου, να σκληρύνουν και να γίνουν το ακριβό μου μαργαριτάρι…
Βαθιά μέσα μου… Δίχως καλά καλά να το καταλαβαίνω…
Όταν έχεις μάθει να ακουμπάς διαρκώς την ψυχή σου πάνω στους άλλους, κάθε φορά που αναγκάζεσαι να τους αποχωριστείς, χάνεις κι από μια φλοίδα της. Μια φλοίδα που αποσχίζεται από αυτήν και παραμένει κολλημένη πάνω τους.
Κι αυτό το «ΕΓΩ, ο εαυτός μου», πόσο δύσκολο είναι πλέον να το δεις ολοκληρωμένο, με τόσες φλοίδες που του λείπουν, με τόσες εκδορές;…
Ποιος το έκανε έτσι, που να μπορεί ο άνθρωπος τόσο εύκολα να ξεχνάει τον εσωτερικό του ήλιο και να θεωρεί το μόνιμο σκοτάδι φυσική του κατάσταση; Ποιος το έκανε έτσι, που να νομίζει ο άνθρωπος πως είναι μόνος του, ξεχωριστός από κάθε άλλο ον, αποκομμένος;
Ποτέ δεν είχα στη ζωή μου πραγματικά κάποιο κακό, δίχως να έχω συνάμα και κάποιο καλό. Απλώς δεν το έβλεπα πάντοτε τη σωστή στιγμή ώστε να πιαστώ από πάνω του, το αντιλαμβανόμουν αρκετά αργότερα κι έτσι πολλές φορές έμοιαζε σαν να μη μετρούσε. Όμως αυτό δεν ισχύει. Με τέτοια κράματα καλού και κακού ήρθα στον κόσμο, με τέτοια μεγάλωσα, με τέτοια πέρασα όλα τα στάδια της ζωής μου.
Τι υλικά μού κληροδοτήσατε για να χτίσω τη ζωή μου; Σκόνη από άστρα και λάσπη… Τι μπορεί κανείς να χτίσει με σκόνη από άστρα και λάσπη; Τι μπορεί, που να αντέχει στον χρόνο και σε όλους τούς καιρούς; Τι μπορεί, που να μην γκρεμίζεται ξανά και ξανά; Τι μπορεί;…
Κάποιες φορές φτάνει κανείς στη ζωή του να πει «τι άλλο μού έχει μείνει πια για να χάσω;». Μα πάντοτε υπάρχει κάτι για να χάσεις, μέχρι να καταλάβεις ποιος είναι ο σκοπός όλου αυτού· κανείς δεν βρήκε τον εαυτό του δίχως να μάθει πρώτα να χάνει.
Οι σκέψεις που διαπερνούν το ανθρώπινο μυαλό, δεν του ανήκουν περισσότερο από όσο ανήκει το οξυγόνο στους πνεύμονες και σε όλα τα κύτταρα που διαπερνά· έρχονται για λίγο, δίνουν την ενέργειά τους και φεύγουν. Κι έπειτα έρχονται άλλες κι άλλες κι άλλες… Αυτό που πραγματικά μας ανήκει, είναι η τέχνη τής πράξης τής στιγμής, όπως και η τέχνη τής αναπνοής…
Κάποιους ανθρώπους, κλείνοντας τα μάτια σου τούς φαντάζεσαι σαν ένα μαγικό κουκούλι για την ψυχή σου. Ένα ζεστό και ασφαλές περίβλημα που λειτουργεί αντίστροφα από τους νόμους τής φύσης: λες και είναι εκεί για να επιστρέφεις σε αυτό και να κουλουριάζεσαι μέσα του σαν πληγωμένη πεταλούδα που λαχταρά να γίνει χρυσαλλίδα και πάλι για να νιώσει ασφάλεια. Βέβαια εγώ δεν υπήρξα ποτέ μου πεταλούδα· ως κάμπια βγήκα από το κουκούλι μου, ως σκουλήκι. Σαν να με απέβαλε αυτό, σαν να με απέρριψε πριν να προλάβω να μεταμορφωθώ μέσα του.
Εμένα η δική μου η καρδιά είναι φτερό στους κυκλώνες. Τη μια αποκοιμιέται στην αγκαλιά μιας χίμαιρας, την άλλη ανταριάζεται και γίνεται θεριό, αγρίμι. Τι αγρίμι δηλαδή; Αηδίες… Δεν υπήρξα ποτέ μου αγρίμι…
Κάποια πράγματα στη ζωή μας κακοφορμίζουν, σαπίζουν. Και μερικές φορές πέφτουμε χαμηλά οι άνθρωποι ή χωνόμαστε στο χώμα, ίσως γιατί κάποια σάπια πρέπει να έχεις γεννηθεί σκουλήκι για να μπορέσεις να τα καταπιείς… Αν νιώθεις πως χρειάζεται να γίνεις και σκουλήκι κάποιες φορές, μην το φοβάσαι, αλλά ποτέ σου να μην ξεχνάς πως και η πεταλούδα από κει ξεκινάει τη μεταμόρφωσή της...
Κουβάλησα εκείνο το «αντίο» μέχρι το σπίτι, σχεδόν σέρνοντάς το στα πεζοδρόμια· τόσο βαρύ το έλαβα, που μου ήταν αδύνατο να το σηκώσω στις πλάτες μου. Το έσερνα μαζί μου, μα αντί να γδέρνεται και να ματώνει αυτό, γδερνόταν και μάτωνε η ψυχή μου. Την κουβάλησα κι αυτήν αιμόφυρτη ως το σπίτι… Βαριά, μουσκεμένη, κατακόκκινη. Μόνη και συντετριμμένη…
Κάθε φορά που μια κρύπτη παραβιάζεται, παραμονεύει ο κίνδυνος να διαταραχθούν οι ισορροπίες τής φύσης· κάποια πεταλούδα να μετατραπεί σε σκουλήκι, να ανθίσει κάποια βιολέτα με έξι γκρίζα πέταλα, κάποια μύγα να κατασπαράξει έναν βάτραχο…
Ορισμένα μυστικά είναι σαν βίαιοι στρόβιλοι κλειδωμένοι σε κρυψώνες. Η αποκάλυψή τους μπορεί να κλονίσει και τα πιο γερά θεμέλια…
Ένα παράπονο με ογκώδη και τερατώδη μορφή ήρθε και θρονιάστηκε δίπλα μου. Κι όταν εγώ δεν άντεξα και ξέσπασα σε λυγμούς, αυτό σηκώθηκε από δίπλα μου και ήρθε και κάθισε πάνω μου. Ήταν άυλο, οπότε πήρε αμέσως τη δική μου μορφή, ενσωματώθηκε μ’ εμένα, απλώθηκε μέσα μου προς όλες τις κατευθύνσεις των ορίων μου, μουδιάζοντάς τα. Ώσπου άρχισα να νιώθω πως δεν είχα πλέον συγκεκριμένα όρια – ούτε κι αυτό. Ένα παράπονο χωρίς όρια… μέσα μου. Τερατώδες…
Ο κόσμος αυτός δεν ήταν φτιαγμένος για να σε σώσει. Κανένας μας δεν είχε αυτό το χάρισμα· το χάρισμα να μπορεί να σε σώσει από τον εαυτό σου…
Έχω την αίσθηση πως πάντα βρισκόμουν σε πόλεμο. Ακόμη κι αν κάποιες περιόδους δεν συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, εγώ βρισκόμουν σε πόλεμο με τα δυσάρεστα προηγούμενων εποχών, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφερα ποτέ να σκαρώσω μια πραγματική νίκη εναντίον τους.
Ποιο χέρι γράφει το σενάριο της ζωής μας; Και γιατί αρέσκεται στο να βυθίζεται στα αίματα, στα χώματα, στα δάκρυα για να γράψει;…
Μη φοβάσαι, αγάπη μου, όταν πονάς. Γιατί είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος, που όση λύπη χρειαστεί να αντέξεις, άλλη τόση χαρά θα έρθει έπειτα. Και θα γίνεται αυτό μέχρι να βρεις την ισορροπία σου.
Η μάχη θα γίνει. Πάντοτε γίνεται. Είναι η μάχη τού πένθους. Και τη δίνει ο καθένας μόνος του. Εκείνες τις ώρες τής μάχης, προσπάθησε να θυμάσαι αυτό… Να εμπιστεύεσαι τους χτύπους τής καρδιάς σου… Αυτή θα είναι ο πραγματικός σου σύμμαχος. Το μυαλό μέσα σε αυτή τη μάχη είναι ένα σωρό καρακάξες που κρώζουν πάνω από τα αβγά ισχυρών πεποιθήσεων· τρέφονται από αυτά και κρώζουν, αυτό είναι όλο… Η καρδιά σου όμως ξέρει, αυτή να εμπιστεύεσαι σ’ αυτή τη μάχη…
Γιατί άνθρωποι; Γιατί; Πονάει τόσο η ανθρώπινη υπόσταση… Αγριόπαπιες ήθελα να ήμασταν· αδιάβροχες. Να μη μας βάραινε το νερό, να μη μας διαπερνούσε το κρύο...
Τι δουλειά έχω εγώ να είμαι άνθρωπος; Μούσκεψε η ψυχή μου από τα δάκρυα και βάρυνε… Βάρυνε και ξεπάγιασε απ’ το κρύο…
Γιατί άνθρωπος; Υποφέρει πολύ ο άνθρωπος…
Εκείνη η φωνή που μου έλεγε πόσα πράγματα δεν μπορώ ή δεν πρέπει να κάνω, δεν ήταν η δική μου φωνή. Ήταν της μητέρας μου, ήταν του πατέρα μου, ήταν οποιουδήποτε άλλου, αλλά σίγουρα όχι η πραγματικά δική μου φωνή. Γιατί η δική μου η φωνή μού λέει πως μπορώ μόνη μου να κάνω χιλιάδες όμορφα πράγματα. Και άσχημα. Και ό,τι θέλω, δεν έχει σημασία, αρκεί να το θέλω. Αυτή είναι η δική μου η φωνή. Κι άρχισα πια να την ακούω, να της δίνω σημασία.
Αυτό που δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε, είναι το ότι θυμώνουμε για τον εαυτό μας, που μένει πίσω με ένα «χωρίς». Κι όχι για εκείνον που έφυγε. Γιατί εκείνος δεν μένει πίσω, προχωράει. Κι όσο δεν γνωρίζουμε προς τα πού προχωράει, θυμώνουμε για αυτό που γνωρίζουμε: για το «εδώ». Για το «εδώ» στο οποίο παραμένουμε εμείς, για το «εδώ» που δεν περιέχει εκείνον που έφυγε.
Ίσως να φοβόμαστε να ελευθερωθούμε, γιατί δεν έχουμε μάθει να ζούμε ελεύθεροι. Και το άγνωστο συνήθως τρομάζει. Οπότε μοιάζει πιο εύκολο να ζούμε θυμωμένοι, απογοητευμένοι, θλιμμένοι, παρά τρομαγμένοι. Ίσως ο θυμός μας για το ότι δεν μπορούν να ζούνε πια κοντά μας αυτοί που αγαπάμε, να είναι πιο προσιτός απ’ όσο η απελευθέρωσή μας από αυτή την ανάγκη.
Αυτό που ζητάς για τον εαυτό σου και κάποιος δυσκολεύεται να σου το δώσει, στην πραγματικότητα κάπου δυσκολεύεσαι να το δώσεις κι εσύ.
Σαν μύγα, έπεφτα πάντοτε με ορμή σε οτιδήποτε είχε πια λιώσει και βρομούσε… Όμως δεν έπαψα ποτέ να αναζητάω τις γλυκόπικρες μυρωδιές. Γιατί μεγάλωσα μέσα στα γλυκόπικρα. Κι ας πίστευα για χρόνια πως μέσα στη βρομιά βρίσκεται η πραγματική αγάπη, η καρδιά μου πάντα ήξερε πως η αγάπη έχει μυρωδιά γλυκόπικρη…
Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον από όλους τούς λόγους που με πλήγωναν έκλαιγα, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Έκλαιγα για όλο τον θάνατο που γνώρισα. Έκλαιγα για όλη τη σιωπή που κράτησα έπειτα από κάθε θάνατο στη ζωή μου. Έκλαιγα για κάθε πρόσωπο πάνω στο οποίο άπλωσα τα χέρια μου και το αποχαιρέτησα για τελευταία φορά…
Η ζωή είναι τόσο διαφορετική έτσι… Όταν μπορείς να ρυθμίζεις εσύ την επιρροή που μπορούν να έχουν πάνω σου οι άλλοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Το θέμα είναι να φτάσεις στο τέρμα ξέροντας πως αγωνίστηκες πρώτα απ’ όλα για σένα κι όχι γι’ αυτά που θέλανε οι άλλοι για σένα. Να ξέρεις τότε πως οι νίκες και οι ήττες είναι δικές σου, να ξέρεις πως έχεις να λογαριαστείς μόνο με τον εαυτό σου γι’ αυτές. Διαφορετικά, γυρεύεις να μοιραστείς το βάρος των ευθυνών σου με άλλους κι έτσι δεν δυναμώνουν ποτέ πραγματικά τα δικά σου πόδια και οι δικές σου πλάτες.
Από το να με νιώθεις, επέλεξες μόνο να με βλέπεις και να με ακούς. Όμως η όψη και η ομιλία μου δεν ήταν για σένα τα δυνατά μου σημεία. Τις πιο όμορφες λέξεις μου, τις άρθρωνα πάντοτε μέσα στην καρδιά μου. Γιατί ποτέ δεν έψαξες εκεί; Θα αισθανόσουν τόσο περήφανη αν έψαχνες εκεί…
Το μυαλό σου μη χάσεις, μάτια μου! Γιατί θα μείνεις άθεη… Θα έχεις χάσει αυτόν που έφτιαξε τον κόσμο σου…
Οι μεγαλύτεροι υποκριτές είναι οι απαισιόδοξοι. Καταβροχθίζουν όλη την ελπίδα. Κι ενώ εμείς νομίζουμε πως τη σκοτώνουν, στην πραγματικότητα αυτοί την κρύβουν στα στομάχια τους…
Δεν μου έλειπε τίποτε.
Κι επειδή έμαθα από πολύ νωρίς τι σημαίνει να τα έχεις όλα, το επόμενο που έπρεπε να μάθω, ήταν να χάνω…
Σε αυτό το μάθημα αρίστευσα…
Δεν θέλω άλλο να παλεύω για να χωράω κάπου… Θέλω να μάθω πώς να χωρέσω τόσο χώμα μέσα μου…
Δεν φοβήθηκες ποτέ να μη σε απορρίψω εγώ. Και δεν κατάλαβα αν ήταν επειδή ποτέ σου δεν αναρωτήθηκες αν θα το μπορούσα, ή επειδή φαντάστηκες πως σίγουρα δεν θα μπορούσα ποτέ.
Εάν οι άνθρωποι μπορούσαν να δουν βαθιά τούς συνανθρώπους τους, απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα τους όπως πραγματικά είναι, ίσως και να μην υπήρχε στο λεξιλόγιό μας η λέξη «απογοήτευση». Γιατί θα γοητευόμασταν μόνο από πραγματικές, υπαρκτές και αδιάψευστες πλευρές των άλλων, οι οποίες θα ήταν τότε αρκετά λιγότερες κατά την άποψή μου, οπότε δεν θα φτάναμε κάποτε στην τραγική συνειδητοποίηση πως παραμυθιαστήκαμε, πως αυτά που μας γοήτευσαν ήταν μια ουτοπία. Αλλά αν πιάσεις να μετρήσεις, θα δεις πως προτιμάς όλες εκείνες τις στιγμές που γοητεύτηκες κι ας απογοητεύτηκες έπειτα, παρά να μην είχες νιώσει ποτέ όλα αυτά που ένιωσες κάθε φορά που κάτι δεν μπόρεσες να δεις και παραμυθιάστηκες.
Έκλαψα για όλα τα φορτία μαζί, εκείνα που μου φαίνονταν πια τόσο ασήκωτα, τόσο ακατανόητα… Για τα ψέματα μιας ολόκληρης ζωής, για τόσες κουρτίνες μπροστά από το φως, για τόσες ουτοπίες… Για την ανθρώπινη ανεπάρκεια και ευτέλεια. Από πού παίρνουν την εξουσία κάποιοι άνθρωποι να ορίζουν τις ζωές των άλλων, να τις οδηγούν στον πόνο και την καταστροφή; Από πού παίρνουν το δικαίωμα να δηλητηριάζουν και να μαραίνουν έτσι τις ευαίσθητες ψυχές;
Τι τρομερός μηχανισμός ο ανθρώπινος εγκέφαλος! Είναι στιγμές που νομίζεις πως δεν σου αρκούν οι δυνατότητές του για όσα θέλεις να κάνεις, αλλά είναι και στιγμές που, ενώ θαρρείς πως θα σε εγκαταλείψει, πως δεν θα αντέξει και θα σε αφήσει αδειανό και τρελαμένο, αυτός λειτουργεί σαν την πιο καλοσυντηρημένη και καλογυαλισμένη μηχανή.
Το καλοκαίρι τελείωνε.
Ο Αύγουστος μου είχε δείξει τα δόντια του – μεγάλα, ίσια και κατάλευκα. Το χρώμα που κάλυπτε τα πάντα, ήταν εκείνο το μπλάβο χρώμα τής μελανιάς· δαγκωματιές παντού, σε όλη μου την ύπαρξη.
Ο πιο ασφαλής δρόμος για μας, ήταν πάντοτε ο αποχωρισμός. Και πόσο ονειρεύτηκα σε όλη τη ζωή μου να “συναντηθούμε” κάποτε…
Να μη λογαριάζεις τη γνώμη, όχι μόνο των άλλων, αλλά και του ίδιου σου του εαυτού – του νεότερου και του γηραιότερου από αυτό που είσαι· μεγάλη νίκη.
Μεγαλύτεροι φονιάδες από το παρελθόν κι από το μέλλον, δεν υπάρχουν.
Φονιάδες. Στυγνοί εγκληματίες. Έχεις ακούσει πολλά εγκλήματα να γίνονται στο όνομα του παρόντος;
Άλλος σκοτώνει επειδή θεωρεί πως αδικήθηκε στο παρελθόν, άλλος για να γλιτώσει ή να κερδίσει κάτι στο μέλλον, άλλος αυτοκτονεί επειδή δεν αντέχει το βάρος τού παρελθόντος κι άλλος επειδή φοβάται μέχρι θανάτου το δύσκολο μέλλον. Το παρόν είναι απλώς ο χρόνος στον οποίο συμβαίνει το έγκλημα, αλλά οι εγκληματίες είναι πάντοτε το παρελθόν και το μέλλον και οι διαστάσεις που αυτά παίρνουν μέσα στο κεφάλι τού καθενός μας. Αυτό το «εν βρασμώ ψυχής», ουσιαστικά είναι κάτι σαν το «εκτός τόπου και χρόνου».
Η καρδιά σου ανήκει καθαρά στο παρόν, χτυπώντας μεθοδικά την κάθε στιγμή. Αν πάψει, δεν θα υπάρξει μέλλον. Και δεν υπάρχει τρόπος να μπερδευτεί με το παρελθόν της, αφού είναι απασχολημένη με τη σημαντικότερη δουλειά τού κόσμου: να χτυπά με απαράμιλλη συνέπεια ώστε να ζει και να λειτουργεί σωστά το σώμα. Εκεί που το μυαλό χάνεται σε ένα σωρό ταξίδια σε παρελθόν και μέλλον, η καρδιά παραμένει σταθερή στο παρόν. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται να την εμπιστεύεσαι.
Μπερδευόμαστε μέσα στις πολυετείς ζωές μας και θεωρούμε πως ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται για ολόκληρο τον βίο του με τα επίθετα που μας έρχονται αμέσως στο μυαλό σαν τον σκεφτούμε. Όμως δεν είναι έτσι.
Ένας άνθρωπος αλλάζει στάση, οπτική, σκεπτικό, διάθεση μέρα με τη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα κιόλας! Δεν μπορούμε εκ των πραγμάτων να είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν χρόνια πριν. Επομένως και οι αποφάσεις μας του παρελθόντος δεν είναι δίκαιο να κριθούν με την αυστηρότητα που επιτρέπει η χρονική απόσταση από οποιοδήποτε παρόν κι αν τις κοιτάξουμε.
Η ενοχή είναι το πρώτο μάθημα που παίρνει συνήθως στη ζωή του ένα ανθρώπινο ον. Για να μάθει να συμπεριφέρεται σωστά, το συστήνουν με την ενοχή που προκαλούν οι λανθασμένες συμπεριφορές. Κι αφού βλέπει ξανά και ξανά μπροστά του να επαναλαμβάνεται αυτή η κριτική, την αφομοιώνει και την επαναλαμβάνει έπειτα κι αυτό στον εαυτό του και στους άλλους. Κι έτσι αυτό το παιχνίδι των ενοχών διαιωνίζεται.
Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη «ΈΝΑ»; Να γίνεσαι δύναμη για τον άλλον κι ο άλλος για σένα, τόσο που να μπορούν τα σώματα να σπρώχνουν ή να εφελκύουν το ένα το άλλο προς την κορυφή τού Γολγοθά τους; Τόσο που τα πνεύματα να μην είναι παρά ο ίδιος ήλιος πάνω από τα κεφάλια των σωμάτων τους;
Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη «ΈΝΑ»; Να γίνεσαι δύναμη για τον άλλον κι ο άλλος για σένα, τόσο που να μπορούν τα σώματα να σπρώχνουν ή να εφελκύουν το ένα το άλλο προς την κορυφή τού Γολγοθά τους; Τόσο που τα πνεύματα να μην είναι παρά ο ίδιος ήλιος πάνω από τα κεφάλια των σωμάτων τους;
Δεν ήθελα στ’ αλήθεια να πεθάνω… Να γεννηθώ ξανά ήθελα… Και πάντοτε κάτι πρέπει να πεθάνει για να γεννηθεί κάτι άλλο…
Όταν ο άνθρωπος βιώνει ένα πένθος, αρνούμενος όμως να το αντιμετωπίσει και να το εκφράσει, το πένθος αυτό τον διαβρώνει, τον κατατρώει σιγά σιγά. Ώσπου στο τέλος αυτός ο άνθρωπος γίνεται ο ίδιος πένθος, γίνεται ο σπαραγμός τού σύμπαντος για κάτι που εκλείπει.
Γιατί ίσως αυτό είναι αγάπη· η πίστη στον άνθρωπό σου πως όταν λείπει δεν αφήνει πίσω του κενό για να χαθείς, μα ένα μυστικό πέρασμα από το οποίο μπορεί να εισέρχεται στον κόσμο σου και να γεμίζει το κενό που εσύ συντηρείς και το ονομάζεις «απουσία».
Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη «ΈΝΑ»; Να γίνεται ο ένας η φωνή τού άλλου, που του φωνάζει «Σήκω!» όταν βουλιάζει; Να γίνεται ο ένας η φωνή τού άλλου, που του φωνάζει «Έλα!» όταν χάνεται; Να μαθαίνει ο ένας τον άλλον νέους τρόπους για να περπατά; Να μαθαίνει ο ένας τον άλλον νέους τρόπους για να αγαπά, να μοιράζεται, να πιστεύει;
Με ποιες λέξεις να το πω, για να εκφράσω την αλήθεια του, πως τελικά δεν λείπει τίποτε; Πως οι άνθρωποι έχουμε πάντοτε αυτά ακριβώς που χρειαζόμαστε ώστε να ικανοποιήσουμε τους σκοπούς για τους οποίους ερχόμαστε; Πως ένα λάθος τού χθες μπορεί να φαντάζει σωστό σήμερα, όπως ακριβώς ένα σωστό τού χθες, μπορεί σήμερα να φαντάζει λάθος; Με ποιες κουβέντες να το πω πως όλα έγιναν σοφά, όταν κι εμένα μου πήρε τόσα δάκρυα ώσπου να ξεπλύνω την πλάνη μου και να φτάσω να το δω;…
Αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε τη λέξη “ερείπιο”; Αυτό το γκρεμισμένο, κατεστραμμένο δημιούργημα που είμαι εγώ; Πώς ξαναχτίζονται οι γκρεμισμένοι άνθρωποι;…
Είναι καιρός πια να καταλάβεις πως κάθε φορά που πνίγεις αυτόν τον θυμό σου, ταΐζεις όλα αυτά που θέλεις να αποδυναμώσεις.
Τα όνειρά μου δεν ήταν ποτέ κάτι απλό σε όλη τη ζωή μου. Ήταν στην πραγματικότητα οι φωνές που με καθοδηγούσαν, είτε χρειαζόταν να μου ψιθυρίσουν, είτε να μου ουρλιάξουν για να τις ακούσω.
Εγώ απόψε απλώς… δεν ανησυχώ για τίποτε. Είναι πολύ παράξενο να μην ανησυχείς για τίποτε. Όμορφα είναι! Πολύ όμορφα!... Αλήθεια, τι να είναι αυτό που με κάνει να μην ανησυχώ για τίποτε, να το φορούσα σαν φόδρα πάντοτε κάτω από το δέρμα μου και να νιώθω όπως τώρα;…
Δεν ευθύνεσαι για τα ψέματα μέσα στα οποία έζησες, δεν ευθύνεσαι για τους θανάτους τούς οποίους βίωσες, δεν ευθύνεσαι για τις επιλογές των άλλων που επηρέασαν άμεσα τη δική σου ζωή, μα έχεις τεράστια ευθύνη για το τι κάνεις ΕΣΥ με όλα αυτά. Αν για κάθε ψέμα που σου επέβαλαν, επιβάλλεις εσύ στον εαυτό σου το δικό σου ψέμα πως είσαι πολύ αδύναμος για να αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Αν για κάθε θάνατο που αναγκάστηκες να βιώσεις, καταδικάζεις σε καθημερινό θάνατο τον εαυτό σου, τα συναισθήματά σου. Αν για κάθε επιλογή των άλλων η οποία σε στιγμάτισε, επιλέγεις εσύ ο ίδιος να βουλιάζεις και να αφήνεσαι στην αδράνεια.
Όσο θα επιμένεις να κάνεις όλα αυτά και να καρκινοβατείς, θα δίνεις δίκιο σε κάθε αδικία που σε έβλαψε, θα δίνεις δύναμη σε κάθε αδυναμία που σε κυρίευσε. Ώσπου μια μέρα θα κοιταχτείς στον καθρέφτη και θα αντικρίσεις όλους τούς άδικους και τους αδύναμους που γνώρισες, αποτυπωμένους στο δικό σου πρόσωπο...
Πόσες τραγικές ιστορίες μπορεί να κρύβονται ώρες ώρες πίσω από τα γλυκά, ροδακινί χαμόγελα κάποιων ανθρώπων… Να είναι άραγε η αρετή τής συγχώρεσης που τα κάνει τόσο γαλήνια και γλυκά; Ό,τι κι αν είναι πάντως, κρύβουν πολύ πόνο κάποια τέτοια χαμόγελα. Πολύ πόνο…
Δεν το πίστεψα ποτέ πως ο χρόνος πάντοτε γιατρεύει τις πληγές μας. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο θα υπάρχει κάποιος ήχος, κάποια μυρωδιά, κάποια θέα, κάποιο τραγούδι, κάποια φωτογραφία, κάποια κουβέντα, οτιδήποτε που να μπορεί να μας ξυπνήσει, έστω στιγμιαία, την ανάμνηση ενός πόνου, αυτό πάντοτε θα μου δείχνει πως η πληγή δεν έχει γιατρευτεί απλώς επειδή πέρασε ο χρόνος. Ίσως αυτή η χρονική απόσταση που αναγκαστικά παίρνουμε από την εποχή τού τραύματος, θολώνει την ανάμνηση, εξασθενεί τη μνήμη τού πόνου. Όμως το ίδιο το τραύμα δεν το πιστεύω πως γιατρεύεται τελείως με την πάροδο του χρόνου πάντοτε.
Ναυάγησα, παιδί μου. Ναυάγησα και, μέχρι να το αποδεχτώ, δεν μ’ ένοιαζε αν ήταν μέρα ή αν ήταν νύχτα. Δεν μ’ ένοιαζε αν έβγαινες σαν ήλιος ή αν κρυβόσουν. Ώσπου κατάλαβα πια πως για να κρατηθώ στη ζωή, έπρεπε να σ’ ακολουθήσω, ν’ ακολουθήσω τον χρόνο που μου φανέρωνες, τις εποχές που δημιουργούσες.
Είναι αυτή η στιγμή… Αυτή… Η στιγμή που πραγματικά σού φωνάζει πως είναι η τελευταία που ο αγαπημένος σου άνθρωπος βρίσκεται κοντά σου όντας ορατός. Η στιγμή που ξέρεις πως από κει και πέρα θα έχεις να αναμετρηθείς μονάχα με δυνάμεις μη ορατές, όπως είναι η μνήμη, η σκέψη, η απουσία, τα συναισθήματα, η ψυχή…
Κάθε μέρα στη ζωή ενός παιδιού, είναι μια νέα καταγραφή. Και οι σελίδες δεν σβήνονται για να ξαναγραφτούν. Ακόμη κι αν ξεχαστούν οι καταγραφές, δεν παύουν να έχουν υπάρξει. Κι έτσι, ολόκληρο το βιβλίο τής ζωής ενός ανθρώπου, συνεχίζει να γράφεται επηρεασμένο από εκείνες τις παιδικές σελίδες, δίχως τις περισσότερες φορές να γίνεται αυτό αντιληπτό.
Όποια κι αν ήσουν εσύ, πάντοτε υπήρχε κάποιος τρόπος για να σ’ αγαπήσω. Όποια κι αν ήσουν εσύ, με οδηγούσες μυστικά στον εαυτό μου…
Τα παιδιά είναι ακριβή στις εσωτερικές τους καταγραφές. Αν μάθεις το παιδί σου να κόβει τα λουλούδια για να τα μαζεύει, θα σου ρημάξει τον κήπο. Κι αν το μάθεις να κόβει τα λουλούδια εκτός από αυτά τού κήπου σου, μπορεί να ρημάξει τους κήπους των άλλων και μάλιστα με μανία εκτόνωσης πολλές φορές. Μπορείς να το μάθεις να τα σέβεται τα λουλούδια… Να το μάθεις να ζητά την άδειά τους για να τα κόψει. Και μην ανησυχείς, ένα παιδί μπορεί να καταλαβαίνει πότε θα του τη δίνουν.
Το μεγαλύτερο δώρο στους ανθρώπους εν τέλει ίσως είναι η άγνοια. Γιατί αν γνωρίζαμε πως ερχόμουν σ’ εσένα κι εσύ σ’ εμένα, ίσως να τα είχαμε κάνει όλα λανθασμένα. Ίσως τότε να τον χάναμε τον δρόμο, ή ίσως πάλι να βιάζαμε τον χρόνο…
Όταν αποφασίζεις κάτι, δημιουργείται στο μυαλό ένα σχετικό πλάνο. Ακόμη κι αν δεν το γνωρίζεις συνειδητά, ή ακόμη κι αν μοιάζει συγκεχυμένο. Αυτό το πλάνο λειτουργεί σαν μια αόρατη πυξίδα που σε οδηγεί προς κάποια κατεύθυνση. Ή συχνά και σαν μαγνήτης, που έλκει διάφορα προς το μέρος σου. Και από ένα σημείο κι έπειτα, δεν έχει καμία σημασία η απόφαση που είχες πάρει αρχικά, σημασία έχει μονάχα η ροή. Γιατί από τη στιγμή που αποφασίζεις κάτι, τα πράγματα μπαίνουν αυτομάτως σε μια ροή. Όσο σημαντικότερη η απόφαση, τόσο πιο έντονη και η ροή. Κι όσο πιο έντονη η ροή, τόσο πιο συμπιεσμένος ο χρόνος. Όταν βαδίζεις άσκοπα, συχνά ο χρόνος μοιάζει με αιωνιότητα. Όταν βαδίζεις με σκοπό, ο χρόνος κυλά γοργά, πολλές φορές θαρρείς πως δεν σου φτάνει κιόλας… Και είναι μια απόφαση που μπορεί να το κάνει αυτό· μια απόφαση για να ξεκινήσει αυτή η ροή. Η ίδια η απόφαση, ως προορισμός, μπορεί και να μην πραγματοποιηθεί ποτέ, μα θα πραγματοποιηθεί σίγουρα αυτό που πραγματικά είναι για την ψυχή σου προορισμός. Και μέσα σε τέτοια ταξίδια, ο χρόνος συμπιέζεται…
Οι αποφάσεις συμπιέζουν τον χρόνο…
Πόσα τρελά όνειρα είχαμε κάνει όταν ήμασταν παιδιά… Πού πηγαίνουν όλα αυτά όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι δίχως να τα πραγματοποιούν; Μικραίνουν τα όνειρά τους; Συρρικνώνονται; Αφανίζονται;
Μου πήρε χρόνια ώσπου να καταλάβω πως αυτή η τραγική αποτυχία που βιώνει μέσα του κάθε γονέας κάποια στιγμή στην πορεία τού ρόλου του αυτού, δεν είναι ουσιαστικά παρά το εισιτήριο τού παιδιού του για μια δική του επιτυχημένη εξέλιξη. Ένα εισιτήριο που δεν χρησιμοποιούν όλοι πάντοτε στο προσωπικό τους ταξίδι, όμως αυτό υπάρχει.
Έγινα ο εαυτός μου εν τέλει…
Τόσο πένθιμος, τόσο γονατισμένος, τόσο ικέτης για λύτρωση…
Τις περισσότερες φορές, μετά από καιρό ξεχνάμε κι εμείς οι ίδιοι πως κάναμε αυτό που θεωρούσαμε σωστό στο κάθε παρόν που ζήσαμε. Παρά το κρίνουμε με τις γνώσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή και τις συνθήκες που υπάρχουν πλέον από τη νέα μας σκοπιά, ενώ γνωρίζουμε πως όλα αυτά είναι αλλιώτικα από εκείνα που υπήρχαν στο παρελθόν.
Είναι σαν να κατηγορούμε κάποιον για ένα έγκλημα που έκανε κάποιος άλλος.
Αυτό που μας λένε μια ζωή «άκου την καρδιά σου», δεν έχει να κάνει με κάποια καρδιά επιστημονικής φαντασίας που μιλάει, αλλά με το κάλεσμα που σου κάνει με τους χτύπους της να επικεντρωθείς στο παρόν. Μόλις ανταποκριθείς σ’ αυτό το κάλεσμα και γειωθείς στο παρόν, συνειδητοποιείς πως τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου τις γνωρίζεις. Δεν χρειάζεσαι ούτε τις συμβουλές τού παλιότερου εαυτού σου, ούτε και του φανταστικού γηραιότερου.
Θεωρώ τον θυμό ως ένα απίστευτα χρήσιμο συναίσθημα. Αλλά πολλές φορές οι άνθρωποι θυμώνουμε κι από συνήθεια ή για να καλύψουμε άλλα συναισθήματα που δεν θέλουμε να λογαριαστούμε μαζί τους. Κάποιου, για παράδειγμα, μπορεί να του είναι πιο ασφαλές το να θυμώσει παρά το να απελπιστεί ή να λυγίσει, αν αισθάνεται πως έχει να επιλέξει ανάμεσα σε αυτά. Ή πάλι, κάποιος μπορεί θυμώνοντας με τη συμπεριφορά κάποιου άλλου, να καλύπτει τη θλίψη για την ανεπάρκεια που αισθάνεται ο ίδιος για τον εαυτό του.
Αν ήταν στο χέρι σου, θα τους κρατούσες όλους εδώ, έτσι; Λοιπόν, ευτυχώς που δεν είναι! Έχουμε όλοι να κάνουμε κάποια διαδρομή και ευτυχώς δεν μπορεί να μας σταματήσει κανείς. Όταν υπάρχει λόγος να φύγουμε από δω, φεύγουμε. Μην κρυφτείς από τον θρήνο που έχεις μέσα σου, αλλά μην ξεχάσεις, όταν μπορέσεις, να χαρείς για τα ταξίδια που δεν σταματούν μπροστά στον γήινο εγωισμό.
Αν κάθεσαι εκεί που κάθεσαι και περιμένεις κάποιον να σου φέρει ένα βάλσαμο ή μια λύση, άδικα περιμένεις. Δεν θα έρθει κανείς. Γιατί απλούστατα, όποιος κι αν έρχεται, δεν μπορείς να τον δεις, δεν μπορείς να τον ακούσεις. Δεν είναι για σένα, γιατί δεν θα σε βρίσκει εκεί.
–Μπαμπά μου, μέσα μου πονάω… Έναν πόνο γλυκό έχω. Μα, γιατί πονάω;
–Σου έχω πει, αγάπη μου… Αυτό είναι ο έρωτας. Ένας υπέροχος χορός από κομμάτια που δημιουργούνται με πόνο, από δυο πλάσματα που θέλουν να ενωθούν…
Αρχή σελίδας