Για τις θεσπέσιες ρωγμές πάνω στα χείλη σου
Για τη μικρή μαύρη κουκκίδα που στολίζει το μελί,
πλάι στην ίριδα του αριστερού ματιού σου.
Τόσο μικρή, που μόνο εγώ την έχω δει κι αποθεώσει,
μόνο εγώ, που αγαπώ τα πιο απλά.
Για το περπάτημά σου, που ταιριάζει σε παιδί,
με τα δυο χέρια σου στις τσέπες ενός άνδρα
και για το χαμόγελό σου που μ’ ακινητοποιεί,
όλη η μαγεία σου είναι εκεί και όλη σου η γοητεία.
Κι όλο αυτό το, άχρηστο όσο τίποτα, γραπτό
να αγγίξει δεν μπορεί ό,τι είναι ήδη γραμμένο.
Όμως πόθησα να μας χωρίσει ένα μικρό κομμάτι νύχτας
που να μη με αφήνει να σε βλέπω καθαρά.
Και να είσαι εκεί, παράλληλο κορμί πλάι στο δικό μου
και να μην ξέρω ποια δύναμη έχει έρθει κι από πού
και με ενθαρρύνει να επιλέγω τέτοιον πόνο.
Κι όταν ποθώ φιλί, να είσαι άγγιγμα
κι όταν ποθώ άγγιγμα, να είσαι ανάσα
κι όταν ποθώ ανάσα, να γίνεσαι φιλί,
που δεν προετοιμάστηκα να αντέξω.
Πόθησα ένα χάραμα
να με ξυπνήσει ένα τίποτα
και να σε βρω εκεί, να μην ξυπνάς ακόμη
και να μου δίνεις, έτσι, χρόνο να χορτάσω
όσα έγραφες τη νύχτα με μια πένα
πάνω στο δέρμα μου.
Πόθησα να διαταράξω την ηρεμία σου
κι έπειτα, σαν να μην ήμουν εγώ η αιτία,
να γείρω επάνω σου και να σε καθησυχάζω όλη νύχτα
Να σε κοιμίζω και να σε ξυπνώ, δήθεν κατά λάθος
για να ζητάς και πάλι να σ’ αποκοιμίσω.
Πόθησα να μου ζητήσεις
να κοιταζόμαστε στα μάτια για μιαν ώρα.
και να είναι εκείνη έκτοτε που θα με ορίζει.
Να είμαι κάποια, πριν απ’ αυτήν
και πέρα απ’ αυτήν, να ξέρω ποια.
Πόθησα ώρες δικές σου,
που δεν θα μου χαρίσεις ποτέ,
μα κι ούτε ποτέ θα με ρωτήσεις
γιατί σου τις κλέβω…
Δεν σου είπα ποτέ τι πόθησα εγώ
και δεν με ρώτησες ποτέ ποιες ώρες σου κλέβω.
Πόθησα να πάρω το αμάξι
και να κινδυνέψω να μην προλάβω
να φτάσω ως εσένα
Κι όταν τα μάτια σου θα με ρωτούν «γιατί»,
να σου λένε τα δικά μου «καληνύχτα»
κι εσύ να με καρφώνεις με τη σιωπή σου για να μείνω.
Πόθησα να ανεβάσω πυρετό και να κατηγορώ εσένα,
πως με αρρώστησες, δίχως να το ξέρεις.
Και να χτυπώ τις γροθιές μου όπου βρω,
ακριβώς επειδή δεν θα ξέρεις.
Επειδή δεν θα σου έχω πει
κι επειδή δεν θα σκοπεύω.
Πόθησα να σου ζητήσω
να κοιταζόμαστε στα μάτια για μιαν ώρα
και να μου πεις ότι σου φαίνεται αστείο
Κι όσο θα γελάς, να διαβάζω στα μάτια σου
πως στην πραγματικότητα σου φαίνεται λίγο.
Κι όπως εσύ δεν με ρώτησες ποτέ,
έτσι κι εγώ έρχομαι και σου κλέβω στιγμές και εικόνες,
που δεν ξέρω αν εσύ θα μου τις χάριζες.
Και σε εκδικούμαι, έτσι, που με ισοπεδώνεις και με
εκμηδενίζεις,
ενώ εγώ δε μπορώ να καθησυχαστώ μέσα στα χέρια σου
κι ενώ δε μπορώ ούτε καν να σ’ το ζητήσω,
αδιαφορώντας έστω για το αν θα αρνηθείς.
Επέλεξα να σε στήσω απέναντί μου,
ένα κράμα αυτού που είσαι στ’ αλήθεια
κι αυτού που σε αφήνω να είσαι
και να περιφέρεσαι μέσα στο μυαλό μου.
Και δεν θα μάθεις ποτέ
για πόσα σε αποστρέφομαι
και για πόσα σε ποθώ ως το μηδέν μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου