Social Icons

...Έτσι λοιπόν, σε έναν κόσμο γεμάτο από χέρια που σκάβουν, άλλοτε χώματα κι άλλοτε ψυχές κι ανήμπορα σώματα, εγώ σήκωσα το δικό μου ψηλά κι έγραψα στον αέρα τον πρώτο μου στίχο. Έκτοτε, γράφω με το αίμα μου…
Άδεια Creative Commons
Τα περιεχόμενα του παρόντος ιστοχώρου υπάγονται σε Άδεια Χρήσης
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

“Τα χρυσά φύλλα των χωριών”, της Ελένης Μπάλιου



Η Ελένη Μπάλιου γράφει 
για το μυθιστόρημα "Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας" 
- και όχι μόνο...! 



-Βρε Ελένη μου, πόσο με συγκίνησες πάλι...
-Εγώ; Εγώ κατέγραψα αυτό που μου προκάλεσες εσύ.
-Καθρέφτης;
-...καθρέφτης, ναι!

Κι εν τέλει έτσι γίνεται πάντοτε. Στα πρόσωπα και στις πράξεις των ανθρώπων που έχουμε απέναντί μας, καθρεφτίζονται οι δικές μας οι πράξεις και διαθέσεις κι επιστρέφονται στα μάτια μας. Έτσι σχετιζόμαστε, έτσι αγαπάμε κι έτσι μισούμε ακόμη... Ελένη μου, ό,τι μου έδινες πάντοτε, ήταν εκείνο που επιστρεφόταν σ' εσένα. Ό,τι προκαλούσες καταγραφόταν στο πρόσωπό μου. Καθρέφτης, ναι...! 
Σ' ευχαριστώ για όλα!


Το όμορφο και ζεστό κείμενο της Ελένης, είναι δημοσιευμένο στον ιστοχώρο της και συγκεκριμένα στον σύνδεσμο αυτόν.
Ή αλλιώς...:



Κάποτε έγραψα ένα μυθιστόρημα που του έδωσα τον τίτλο “Κανενός Η Ευτυχία”. Επρόκειτο για ένα πρόσωπο φανταστικό, που μου έμοιαζε ωστόσο σε πολλά. Όχι σε όλα. Όχι σε κείνα που θα ονειρευόμουν να είμαι αλλά δεν κατάφερα. Ούτε σε κείνα που θα μπορούσα να είμαι αν το είχα πιστέψει. Κατά βάση, η Ευτυχία τού μυθιστορήματός μου, ήταν ένα πρόσωπο φανταστικό.
Ύστερα μια μέρα, περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια τής ζωής, τη γνώρισα. Ήταν όπως και η ηρωίδα μου· μια συγγραφέας. Αλλά δεν με άφησε να το καταλάβω από την αρχή. Μου συστήθηκε απλώς σαν Ευτυχία. Σε έναν μικρό χώρο γραφείου, καθισμένη εκείνη από πίσω του, όρθια εγώ μπροστά του, μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, επειδή σε έναν εργασιακό χώρο δεν θέλεις να πεις κάτι άλλο.
Ύστερα η Ευτυχία έφυγε. Άλλα άτομα ήρθαν και κάθισαν πίσω από κείνο το γραφείο. Όλα περί ανέμων και υδάτων μιλούσαν, αλλά είχα την αίσθηση ότι έλεγαν μαλακίες. Μόνο το περί ανέμων και υδάτων τής Ευτυχίας μού έλεγε κάτι περισσότερο μέσα μου. Κάτι που επιδίωκα να ακούσω, ακόμα κι αν ήξερα ότι δεν υπάρχει χρόνος για αναλύσεις, φιλοσοφίες, στοχασμούς, προεκτάσεις. Κι όμως. Εκείνα τα λίγα λεπτά τής χαμογελαστής καλημέρας, εκείνες οι χαριτωμένες ατάκες για τη φαιδρότητα των φαινομένων, το ανάλαφρο χιούμορ, διαποτισμένο από τη μελαγχολία τής διαπίστωσης, και κυρίως το βαθύ, ζεστό και γεμάτο βλέμμα, δεν τα είδα ξανά σε αυτό το γραφείο.
Και πέρασε ο καιρός και τα χρόνια, η δικιά μου Ευτυχία πήρε τον δρόμο για τα συρτάρια, έτσι καθώς η παρουσία της δεν εντυπωσίασε τους εκδότες και η διακριτική της ύπαρξη δεν απαίτησε την προσοχή κανενός. Παρέμεινε λοιπόν Κανενός η Ευτυχία.
Η άλλη όμως, η πραγματική, η συνάδελφος, που εγώ θυμόμουν πια σαν μια όμορφη παρένθεση στο άχαρο τοπίο τής αυταρέσκειας, με είχε βρει. Για πολύ καιρό έμπαινε μέσα εδώ και με διάβαζε χωρίς να το γνωρίζω, μέχρι που αποφάσισε να μου κάνει γνωστή την παρουσία της. Και καλά που έκανε. Αυτομάτως μού ξύπνησαν μέσα μου όλες οι όμορφες μνήμες από την εποχή τής συνύπαρξής μας ως συνάδελφοι. Από κείνη την ευχάριστη παρουσία που άλλαζε το σκηνικό της βαρυθυμίας, της έντασης, της βαρεμάρας, του αρνητισμού. Θυμάμαι πάντα πόσο καλύτερα ήμουν φεύγοντας από τη δουλειά, όταν το τελευταίο πρόσωπο που είχα δει σε αυτήν, ήταν το δικό της. Και πόσο ο Τζεφ, όταν φεύγαμε μαζί, καθώς ανέβαινα πάνω στο μηχανάκι δεν παρέλειπε να μου σχολιάσει κάθε φορά “Τι ωραίος και ζεστός άνθρωπος που είναι η Ευτυχία, Ελένη μου. Παραείναι καλή για να μείνει εδώ μέσα”.
Και πέρασε κι άλλος καιρός, εγώ έγραφα, η Ευτυχία διάβαζε, κατά καιρούς μού έστελνε και κάποιο σχόλιο στο φέις μπουκ για το τελευταίο μου κείμενο. Πάντα με έναν καλό λόγο, πάντα με μια συγκίνηση και μια χαρά από τη διαπίστωση, όπως λέει και η ίδια, πως δεν έχω προδώσει τις προσδοκίες της, από κείμενο σε κείμενο. Μεταξύ μας, ιδέα δεν έχω πώς προδίδεις ή δεν προδίδεις τις προσδοκίες ενός ανθρώπου από αυτά που γράφεις. Μόνο να υποθέσω και να υποψιαστώ μπορώ, κάπως έτσι δεν βαδίζουμε όλοι;
Μέχρι που ήρθε η στιγμή να τη συναντήσω, μετά τόσα χρόνια, την Ευτυχία μου ξανά. Να τα πούμε από κοντά, σαν δυο παλιές καλές φίλες, να διαβάσω επιτέλους κι εγώ, τα όμορφα πονήματά της, την ύπαρξη των οποίων πληροφορήθηκα μόλις πέρσι.
Είχα καιρό να τη δω και είχα ξεχάσει πόσο όμορφη είναι. Πάντα οι όμορφες ψυχές αποτυπώνονται στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Τα σάρκινα αγάλματα δεν τα συμπαθώ. Αγαπώ τα μαρμάρινα της αρχαιότητας, που είναι φτιαγμένα από το χέρι ενός βροτού καλλιτέχνη. Η Ευτυχία είναι μια ομορφιά ζωντανή, που εκπέμπει αγάπη, καλοσύνη, πνεύμα και φυσική ευγένεια.
Μου έφερε τα φύλλα τού ευκάλυπτου, να τα βράσω και να κάτσω πάνω από την κατσαρόλα να τα μυρίσω για να μου περάσει το κρύωμα. Επειδή το διάβασε που μου το έγραψε η Λίλιαν μέσα εδώ. Έβρασα ήδη σήμερα το πρωί λίγα. Δεν βοήθησαν πολύ, γιατί δυο μέρες ταλαιπωρούμαι με άγριο συνάχι και τρομερή καταρροή, αλλά έκαναν κάτι. Θα βράσω κι άλλα το βράδυ.
Μου έφερε ακόμα το βιβλίο της εκτυπωμένο. Αυτό που δεν αξιώθηκα εγώ να κατεβάσω από το ίντερνετ, γιατί δεν έχω την τεχνική υποδομή στο πισί μου για να το κάνω, αφού δεν έχω ούτε office ούτε αρκετό χρόνο για σύνδεση, ώστε να προλάβει το βιβλίο να κατέβει.
Το βιβλίο τής Ευτυχίας έχει τον τίτλο “Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας”.
Μέσα εκεί, γνώρισα την Ευτυχία που δεν ήξερα. Μια συγγραφέα-ποιήτρια, που κατάφερε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα να το γράψει με την ψυχή και τη σκέψη τής ποιήτριας που είναι.
Το μυθιστόρημα αφορά στα παιχνίδια τής μοίρας που φανερώνονται μέσα από τη ζωή και τις σκέψεις ενός άντρα που διαπιστώνει κάθε τόσο πως, παρά τις επίμονες και φιλότιμες προσπάθειές του, δεν έχει τον έλεγχο των γεγονότων τής ζωής του. Συχνά αισθάνεται σαν μια μαριονέτα στα χέρια μιας ανώτερης δύναμης που χλευάζει τις ανθρώπινες αυταπάτες.
Ο λυρισμός και ο ρομαντισμός τού ήρωα, που ξεδιπλώνονται τακτικά σε όλη την πορεία της αφήγησης, καταλήγουν να δώσουν τη θέση τους στη θλιβερή συναίσθηση της μοίρας τής δικής του και των αγαπημένων του. Αβίαστο είναι το συναίσθημα του εμπαιγμού του, της χρήσης του ως μαριονέτα στα χέρια ενός τρελού Θεού, που διασκεδάζει με τα δεινά των ανθρώπων. Αλλά, ακόμα και τότε, ο νους και η ψυχή του έχουν την ανάγκη να δημιουργήσουν τον κόσμο από την αρχή, έναν κόσμο όπου τίποτα δεν τελειώνει βίαια, τίποτα δεν πεθαίνει, έναν κόσμο όπου η ζωή μεταλλάσσεται σε άλλη ζωή, και η συγκίνηση μεταφέρεται από τον έναν κόσμο στον άλλο· αληθινή, χειροπιαστή, χωρίς αυταπάτες.
Χωρίς αυταπάτες. Ο μόνος κόσμος που δεν θα σε προδώσει ποτέ, είναι αυτός που ο ίδιος δημιούργησες.
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου τής Ευτυχίας Κανάρη, “Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας”:

      “Μου αρέσουν πολύ τα κίτρινα φύλλα. Έχει περάσει ο καιρός τους, έχει φύγει η ζωή και το όμορφο χρώμα τους, κι όμως… υπάρχουν ακόμα πάνω ή γύρω από τα δέντρα τους. Με κάθε δυνατό αέρα, αποκολλώνται και πέφτουν χάμω. Κι έκτοτε σέρνονται από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, πατιούνται άτσαλα από τους περαστικούς και ποτέ κανένας δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί από ποιο δέντρο ξεκίνησαν το ταξίδι τους.
      Όταν ήμουν παιδί, κάθε άνοιξη που οι δρόμοι, οι πλατείες και τα πάρκα ξέμεναν πλέον από τα κιτρινισμένα φύλλα, δεν σκεφτόμουν ποτέ πως κάποιοι πέρασαν, τα σκούπισαν και τα μάζεψαν. Ούτε πως σάπισαν μέσα σε υπονόμους. Είχα πλάσει στη φαντασία μου ένα αλλιώτικο ταξίδι για αυτά.
      Πίστευα πως πετούσαν μακριά με τον δυνατό αέρα και κατέληγαν σε κάτι έρημα χωριά, με ολόγυμνα δέντρα και γκρίζες πλατείες. Σκορπίζονταν εκεί και, κάτω από τον ήλιο, το καφετί και κίτρινο χρώμα τους έμοιαζε χρυσό.
      Δεν θυμάμαι αν «τα χωριά των χρυσών φύλλων» ήταν δημιουργίες τού δικού μου μυαλού και μόνο ή αν προέρχονταν από ιστορίες που μου έλεγαν όταν ήμουν παιδί.
      Εκείνο που ξέρω, είναι πως η ύπαρξή τους δεν έσβησε ποτέ πραγματικά από το μυαλό μου. Πάντοτε, κάθε άνοιξη, παράλληλα με την ολάνθιστη πραγματικότητα που βλέπω γύρω μου, υπάρχουν και «τα χωριά των χρυσών φύλλων» μέσα μου.”

Το μυθιστόρημα της Ευτυχίας, μου θύμισε την κίνηση ενός δελφινιού. Πετάγεται στον αέρα χαρούμενο και παιχνιδιάρικο να χαιρετίσει τη ζωή και τον ήλιο. Αν τολμήσεις να το ακολουθήσεις στους σκοτεινούς βυθούς των θησαυρών του, σιγουρέψου πως θα φύγεις εγκαίρως από την πλάτη του για να αναδυθείς, όταν εκείνο αποφασίσει να περιμένει την Άνοιξη μέσα τους. Θα μου πεις, και πότε γνώρισες ποιητή χαρούμενο; Ω έχω γνωρίσει έναν. Κατά την άποψή μου, δεν υπήρχε πιο αισιόδοξος λάτρης τού ήλιου από αυτόν. Δεν υπήρξε πιο μεγάλος εραστής τής ζωής από αυτόν. Πιο χαρούμενος τροβαδούρος τής ομορφιάς των στιγμών, της πίστης στο αύριο και του έρωτα. Ήταν ο Μαγιακόφσκι. Που αυτοκτόνησε.
Ωστόσο, το καράβι τής ζωής δεν σταματάει να μας βγάζει σε λιμάνια, καινούργια, ανείδωτα, σκοτεινά ή φωτεινά, υποσχόμενα ή απογοητευτικά, δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτά πριν από την άφιξή μας εκεί, κι όταν η θάλασσα σε έχει κουράσει για πολλούς μήνες, οποιαδήποτε στεριά είναι καλή, πάντα πλησιάζοντας θα βλέπεις από μακριά ένα όμορφο σπίτι στο βουνό, μια συστάδα δέντρων κάπου αλλού, ή “Τα χρυσά φύλλα των χωριών” να λαμπυρίζουν γεμάτα υποσχέσεις. Επειδή και ο θάνατος είναι αποτέλεσμα ζωής. Επειδή τα χρυσά φύλλα σού λένε πως όντως υπήρξε αυτή. Και τίποτα δεν σ' εμποδίζει να πιστεύεις πως θα ξανά υπάρξει.
Η αλήθεια τού βιβλίου τής Ευτυχίας όμως, θέλει την ευτυχία να μην είναι κανενός. Η σειρά των τραγικών συμπτώσεων μέσα σε αυτό, με κάνουν να θυμάμαι τον Σίσυφο με την πέτρα, τη μοίρα των αδύναμων ανθρώπων που μπορεί να είναι πέρα από τη βούληση και τις επιλογές τους ακόμα. Η αλήθεια τού βιβλίου τής Ευτυχίας είναι ότι η μυθοπλασία του είναι μαγευτική, σαν τη μαύρη τουλίπα των παραμυθιών. Πειστική τόσο που σε κάνει να ψάχνεις τα κρατήματά σου. Και ξεγυμνωτική σε σχέση με τις φανφάρες που μια ρηχή και φιλόδοξη ύπαρξη, δημιουργεί σαν κάστρα από ριζόχαρτο, για να μεγαλώσει μέσα τους τα σχέδιά της. Η μόνη δυνατή αλήθεια, είναι η συναίσθηση της μικρότητάς μας.
Ωστόσο, άπαξ και το ξέρουμε αυτό, μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας τη χαρά τής στιγμής, της επικοινωνίας, της αγάπης, της απόλαυσης και της ανάγνωσης.
Μπορούμε ακόμα και να πατήσουμε πάνω στα χρυσά φύλλα των χωριών, με τα ακροδάχτυλα, να ψηλώσουμε έναν πόντο, για να δούμε ένα νεογέννητο φύλλο στη μασχάλη τού δέντρου. Και τότε ο Θάνατος θα είναι Άνοιξη.
Καλά τώρα τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. Σημασία έχει να κλείνεις ένα βιβλίο, και να μπορείς να σκέφτεσαι αυτά κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα, παρά το γεγονός ότι η ζωή τρέχει, αδυσώπητα, ο θάνατος επίσης αδυσώπητα, που όταν θερίζει μορφές που αφήσανε και το στίγμα τους στις καρδιές μας, αισθάνεσαι πως ολοένα και περισσότερο ο κόσμος αυτός φτωχαίνει. -Καλό ταξίδι, Σάκη Μπουλά. Καλέ μας άνθρωπε, σεμνέ και μεγάλε καλλιτέχνη-.

Ωστόσο, πάντα η ζωή γεννάει και μας χαρίζει ανθρώπους σημαντικούς, όχι για αναπληρώσουν τα δυσαναπλήρωτα κενά των εκλιπόντων, αλλά για να ξαναβάλουν τις αξίες στη θέση τους, με τη ζωή, το έργο και το ήθος τους, για να συνεχίσει η χρυσή κλωστή να μας δίνει ανθρώπους που τους έχουμε ανάγκη, καλωσήλθες, Ευτυχία Κανάρη. Καλό δρόμο στο υπέροχο αυτό βιβλίο σου, και σε κάθε άλλο μετά.
   

1 σχόλιο:

  1. Εντάξει. Πολλά είπαμε. Προχώρα. Γράφε. Ο Φλεβάρης του 2014 γέμισε πάλι τα όνειρά μας με σφαίρες. Τα θέματά μας γέμισαν ουσία που φούσκωσε και δεν χωράει πια σε λέξεις. Σε αντίμαχα στρατόπεδα η ουσία και η λέξη, ψάχνουν ουδέτερα εδάφη επαφής. Κι εγώ θυμάμαι την ωραία Δουλτσινέα που της αλλάξαμε όνομα "Ειρήνη". Τι ειρωνία ανθρώπινη κι όλα που μας χλευάζει....
    Κοίτα έξω απο΄μας. Μην ξεχνάς. Γράφε.
    Το να φυλάξεις το μυαλό σου από τις σφαίρες, είναι η μόνη αντίσταση.
    Το είπε και η φίλη μας η Γώγου, θυμάσαι;
    Δεν μας είπε όμως το μυστικό
    πως μετατρέπονται οι λέξεις σε φλογοβόλα.
    Είναι καλό που μας το έκρυψε
    θα το μάθουμε μόνες μας
    Γράφε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή