Βλέφαρα
Ξέθαψα μια μνήμη
και ήρθες μαζί της
- πολύ ρηχός για ανάμνηση,
πολύ γοητευτικός για λήθη -
και τότε (...έχω ξεχάσει πόσα χρόνια)
μ' αυτή τη γοητεία και την επιπολαιότητα
ξεγελούσες...
Εγερνε σιγά σιγά ο καιρός προς τη δύση
κι ένα απόγευμα
έγειρα στα πόδια σου
κι έκανα πως κοιμόμουν.
Ηθελα να καταλάβω τι ήταν αυτό που θα έχανα...
Περνούσες αργά τα δάχτυλά σου πάνω στο πρόσωπό μου
και περνούσαν μυστικά τα χρόνια από μέσα μου.
Τα χρόνια που θ' ακολουθούσαν - χωρίς εσένα...
Ανοιξα τα μάτια,
τα δάχτυλά σου έξω απ' τα βλέφαρά μου.
«Βάφεις πολύ μαύρα τα μάτια σου...»
Δεν σου μίλησα...
«Θα βάψεις μια μέρα τα βλέφαρά σου μοβ;...»
Δεν σου μίλησα...
Πέρασαν μέρες
Κατέβηκες στην παραλία
και με βρήκες στον βράχο. Σε περίμενα.
Σε περίμενα με τα βλέφαρα βαμμένα μοβ
και μ' ένα παράπονο... Χωρίς αφορμή.
Χαμογέλασες...
Έδυσε ο ήλιος κι ο ουρανός βάφτηκε μοβ κι αυτός.
Τα παιδιά βρήκαν ένα σκυλί
που έδινε μάχη να ελευθερωθεί από τρία αγκίστρια.
Κι όσο πάλευε,
τόσο πιο βαθιά έμπαιναν αυτά στο δέρμα του.
Σκούρο μοβ το βλέμμα τ' ουρανού...
Κόψαμε τις άκρες απ' τα δυο αγκίστρια και τα αφαιρέσαμε.
Το τρίτο είχε περαστεί άσχημα στη μύτη του...
Δεν φαινόταν η άκρη.
Σπαρταρούσε από τον πόνο...
Βρήκαμε ένεση αναισθητική - μεγάλη ιστορία...
Κοιμήθηκε. Κι όμως με κάθε προσπάθεια
να βγάλουμε το τελευταίο αγκίστρι,
έτρεμε και σκόρπιζε λυγμούς...
Προσπάθησαν κάποιοι...
Μάταια...
Μου είπες να φύγουμε.
Το σκυλί έτρεμε.
«Δεν φεύγω...»
Έτρεμα κι εγώ...
Οποιος προσπαθούσε,
υποχωρούσε λίγο αργότερα.
Πίστη
Σταθήκαμε όλοι πάνω από το σκυλί,
κανείς δεν μιλούσε.
Σε κοίταξα,
το βλέμμα σου έλεγε ακόμη να φύγουμε...
Κάθισα στον τσιμεντόλιθο,
πήρα στα πόδια μου το σκυλί.
Τι είδους πίστη ήταν τάχα μου αυτή;
Τι νόμιζα;...
Λάθος
Τα παιδιά επέμεναν πως ήταν λάθος,
πως ίσως να του προκαλούσα αιμορραγία
σπάζοντας κάποιο αγγείο.
Δεν μιλούσα...
Τι νόμιζα;
Τι νόμιζα;...
Σταμάτησα να προσπαθώ...
Ξάπλωσα το σκυλί κάτω,
σηκώθηκα και χωρίς να σε κοιτάξω
έτρεξα στο σπίτι.
Τα μάγουλά μου είχαν γεμίσει μοβ δάκρυα...
Επέστρεψα μετά από τρεις ώρες.
Κάθισα στο παγκάκι και σε περίμενα.
Σε περίμενα με τα μάτια βαμμένα μαύρα
και μ' ένα παράπονο... Πολλές οι αφορμές...
Και ήρθες, όπως τώρα,
- πολύ ρηχός για ανάμνηση
πολύ γοητευτικός για λήθη -
έγειρες στα πόδια μου
κι έκανες πως κοιμόσουν...
Κατάλαβα τι ήταν αυτό που θα έχανα...
Μου έλειπες ήδη...
Μαύρο το βλέμμα τ' ουρανού...
Τι νόμιζα;
...Ο σκύλος έζησε,
μου είπαν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου