Κυριακή
βαθιά πνιγμένη στην ανάγκη σου
και
με κοίταζε το χάραμα απ’ τα βάθη σου,
με
δυο άγκυρες στους ώμους και μια στην ψυχή
που
την έσυρα στους δρόμους σου κι αιμορραγεί.
Κι
ήταν άγρυπνες οι σκέψεις και ξαγρύπνησα
κι
είπες «πες μου πώς θ’ αντέξεις που σε νίκησα;»
Ένα
τόσο δα κοχύλι με χρυσό νερό
πριν
ο ήλιος ν’ ανατείλει μου ’δωσες να πιω.
Κι
ήταν χάραμα και τότε, κι ήταν Κυριακή
«να
μη σε νικούν...» μου είπες, «...να ’σαι δυνατή!»
Με
το τελευταίο αστέρι, πριν το πρώτο φως
έφτιαξα
χρυσό μαχαίρι, δίκοπος χρησμός.
Στων
δαχτύλων σου τις άκρες χάραξα πληγές,
δέκα
κόκκινοι ακροβάτες, δέκα ενοχές.
Κι
ήταν Κυριακή ακόμη κι όσο βράδιαζε,
άρχισε
ο χρυσός να λιώνει κι η μέρα άδειαζε.
Με
το φως το τελευταίο, με το δειλινό,
απ’
το κόκκινο του ήλιου έφτιαξες βουνό.
Έβαψες
με τις πληγές σου και τα σύννεφα
κι
είπες «τόλμα και αφέσου και θα σε μεθά
κάθε
δύση μ’ ένα κόκκινο γλυκό κρασί,
η
ζωή σου πριν να σβήσει να μη σε μισεί»
Κι
είχε πέσει το σκοτάδι κι ήταν Κυριακή
και
μου έμοιαζε το χάδι σου με φυλακή.
Η
αγκαλιά σου με τραβούσε κάτω σαν βυθός,
σαν
κατάρα μου ζητούσε να σ’ αναζητώ.
Κυριακή
βαθιά πνιγμένη στην ανάγκη σου
και
με κοίταζε το χάραμα απ’ τα βάθη σου.