Θα πάψω -λέω- να σε καρτερώ και
την εικόνα σου θα πάψω να φαντάζομαι.
Αν το παράστημα δεν με ξαφνιάσει -λέω- και η ματιά,
πώς προσδοκώ να αντιληφθώ τον ερχομό σου;
Αν όπου στρέφομαι και όπου περιέρχομαι
η προσμονή με δαιμονίζει και η λαχτάρα,
να ανασταλεί το συναπάντημα ενδέχεται -λέω- και
να σκεφτεί κανείς πως ίσως -λέω- ίσως
και να 'χεις ήδη από δίπλα μου περάσει.
Κι έτσι, θα στέκομαι και θα βαδίζω αδιάφορα
κι ας μοιάζει με καρτέρεμα και τούτο.
Όταν συμβεί να πλησιάσεις, θα είναι βέβαιο -λέω- και
αναμφιβόλως θα το νιώσουμε κι οι δύο.
Πάντα το γνώριζα πως κάποιον θα περίμενα.
Θα έρθεις -λέω- με τόλμη να παρασταθείς
για την τυφλότητά μου, αυτή που θα επιμένεις
με πείσμα -λέω- εθελοτυφλία ν' αποκαλείς.
Και είναι αλήθεια, ειλικρινά το παραδέχομαι,
πως μοναχά μπροστά σου θα μπορώ να ομολογήσω.
Θα έρθεις -λέω- και όσα χρόνια θα έχουνε διαβεί,
θα περιμένουν στωικά το ευχαριστώ τους.
Κι αναμετρώντας τότε -λέω- κάθε χαμένο ξεροστάλιασμα,
θα είναι λίγο -λέω- να το πω,
θα είναι λίγο.
Θα είναι λίγο, σαν τον χρόνο της αναμονής,
μπροστά στο σκότος το πολύ που θα έχω ζήσει
μέχρι να 'ρθείς -λέω- να 'ρθείς και να μιλήσει,
ευγνωμονώντας τις οδούς που σ' αργοπόρησαν,
η φωτισμένη πλέον με όραμα ψυχή μου.